- προείθισται
- προείθισται , προεθίζωtrain beforehandperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεθίζω — Α 1. εξασκώ κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων, προεγγυμνάζω* («πρὸς πάσας δυνάμεις καὶ τέχνας ἔστιν ἃ δεῑ προπαιδεύεσθαι καὶ προεθίζεσθαι πρὸς τὰς ἑκάστων ἐργασίας», Αριστοτ.) 2. εθίζω κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων 3. (αμτβ. με δοτ.) συνηθίζω 4.… … Dictionary of Greek